brailleur
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- brailleur < brailler
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brailleur | brailleurs |
θηλυκό | brailleuse | brailleuses |
brailleur (fr)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brailleur | brailleurs |
θηλυκό | brailleuse | brailleuses |
brailleur (fr)
- ο κράχτης