brailleur
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- brailleur < brailler
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brailleur | brailleurs |
θηλυκό | brailleuse | brailleuses |
brailleur (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | brailleur | brailleurs |
θηλυκό | brailleuse | brailleuses |
brailleur (fr)
- ο κράχτης