branle-bas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- branle-bas < branle (αιώρα) + bas (κάτω), « βάλτε κάτω (κατεβάστε) τις αιώρες και ετοιμαστείτε για μάχη »
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
branle-bas | branle-bas |
branle-bas (fr) αρσενικό
- (ναυτικός όρος) (παρωχημένο) το κατέβασμα της αιώρας
- αναταραχή, φασαρία, πανδαιμόνιο