breaking change
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
breaking change | breaking changes |
breaking change (en)
- (πληροφορική) σημαντική αλλαγή λογισμικού, οποία συνήθως δεν είναι συμβατή (δεν μπορεί να λειτουργήσει) με παλαιότερες εκδόσεις