breather

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
breather breathers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

breather < breathe + -er

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

breather (en) (ανεπίσημο)

  • η ανάσα, η ανάπαυλα
    Let me take a breather.
    Άσε με να πάρω μια ανάσα.
    I am having/taking a breather.
    Κάνω μια ανάπαυλα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη pause

Πηγές[επεξεργασία]