breathing
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
1
Αγγλικά (en)
1.1
Ουσιαστικό
1.2
Ρηματικός τύπος
1.3
Πηγές
Αγγλικά
(en)
[
επεξεργασία
]
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
breathing
(en)
(
μη
μετρήσιμο
)
η
αναπνοή
, η πράξω του αναπνέω
⮡
regular
breathing
- κανονική
αναπνοή
≈
συνώνυμα
:
breath
Ρηματικός τύπος
[
επεξεργασία
]
breathing
(en)
ενεργητική
μετοχή
ενεστώτα
του
breathe
Πηγές
[
επεξεργασία
]
breathing
-
Oxford Learner's Dictionaries
Κατηγορίες
:
Αγγλική γλώσσα
Ουσιαστικά (αγγλικά)
Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
Ρηματικοί τύποι (αγγλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
العربية
বাংলা
Català
Deutsch
English
Esperanto
Español
Eesti
Suomi
Français
Magyar
Հայերեն
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Limburgs
Malagasy
മലയാളം
မြန်မာဘာသာ
Nederlands
Occitan
Oromoo
Polski
سنڌي
Simple English
Svenska
தமிழ்
తెలుగు
ไทย
اردو
Tiếng Việt
中文