bretelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bretelle | bretelles |
bretelle (fr) θηλυκό (συχνά στον πληθυντικό)
- (παρωχημένο) ο αορτήρας, η τιράντα
- ↪ Bretelle de cuir.
- εσθονικά On se sert de bretelles pour porter une civière, un brancard, une hotte, une chaise à porteurs, des seaux d’eau.
- ↪ Raccourcir, allonger les bretelles d’une hotte.
- ↪ Porter le fusil à la bretelle.
- (στον πληθυντικό, ενδυμασία) bretelles: η διπλή λωρίδα που περνιέται από τους ώμους για να κρατούν διάφορα ρούχα ή εσώρουχα
- ↪ mettre des bretelles
- ↪ porter des bretelles
- ↪ se servir de bretelles'
- ↪ bretelles élastiques
- ↪ bretelles de soutien-gorge
- ↪ bretelles de pantalon
- ↪ une paire de bretelles
- (τεχνολογία) ο μηχανισμός που επιτρέπει σε ένα τρένο να περνά από μια γραμμή σε άλλη
- (σε δρόμους, αυτοκινητοδρόμους, αεροδρόμια) η λωρίδα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avec ceinture et bretelles
- piano à bretelles, (λαϊκότροπο, παρωχημένο) το ακορντεόν
- en avoir jusqu'aux bretelles : (παρωχημένο) η δουλειά μου πηγαίνει άσχημα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /brɛˈtɛl.le/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bretelle (it)
Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γαλλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
- Παρωχημένοι όροι (γαλλικά)
- Ενδυμασία (γαλλικά)
- Τεχνολογία (γαλλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Ενδυμασία (ιταλικά)