bricklayer

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
bricklayer bricklayers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
bricklayer < brick + layer

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bricklayer (en)

Υπερώνυμα

[επεξεργασία]