bricklayer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bricklayer | bricklayers |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]bricklayer (en)
- (επάγγελμα, οικοδομική) ο χτίστης
ενικός | πληθυντικός |
bricklayer | bricklayers |
bricklayer (en)