brovo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- brovo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brovo | brovoj |
αιτιατική | brovon | brovojn |
brovo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | brovo | brovoj |
αιτιατική | brovon | brovojn |
brovo (eo)