Μετάβαση στο περιεχόμενο

bruising

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

bruising (en)

  • (μη μετρήσιμο) το μελάνιασμα, ο μωλωπισμός, μπλε, καφέ ή μωβ σημάδια που εμφανίζονται στο δέρμα αφού κάποιος πέσει, χτυπηθεί κτλ.
      bruising on the fingers - μελάνιασμα στα δάχτυλα
      I suffered only slight bruising.
    Έπαθα μόνο μωλωπισμούς.
     συνώνυμα: bruise

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bruising (en)