burro
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- burro < αρχαία ελληνική βούς + τυρό
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
burro (it)
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
burro (ca)
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
burro (pt) αρσενικό