burro
Εμφάνιση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- burro < αρχαία ελληνική βούς + τυρό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]burro (it)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Καταλανικά (ca)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]burro (ca)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]burro (pt) αρσενικό