latte
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
latte | lattes |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
latte (fr) θηλυκό
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
latte (it) αρσενικό
- γάλα
- (κατʼ επέκταση) ρόφημα ή επιδόρπιο που περιέχει γάλα ή είναι παρασκευασμένο με βάση αυτό