latte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
latte lattes

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

latte (fr) θηλυκό



Ιταλικά (it)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

latte < λατινική lac / lactis

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

latte (it) αρσενικό

  1. γάλα
  2. (κατ’ επέκταση) ρόφημα ή επιδόρπιο που περιέχει γάλα ή είναι παρασκευασμένο με βάση αυτό

Συγγενικά[επεξεργασία]