bury
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | bury |
γ΄ ενικό ενεστώτα | buries |
αόριστος | buried |
παθητική μετοχή | buried |
ενεργητική μετοχή | burying |
Ρήμα
[επεξεργασία]bury (en)
- θάβω, βάζω ένα νεκρό στο έδαφος
- ↪ He will be buried in his village.
- Θα τον θάψουν στο χωριό του.
- ↪ He will be buried in his village.
- θάβω, κρύβω κάτι στο χώμα
- (συνήθως στην παθητική φωνή) θάβω, σκεπάζω κάποιον ή κάτι με χώμα, πέτρες, φύλλα κτλ.
- ↪ Three workers were buried under the ruins.
- Τρεις εργάτες θάφτηκαν κάτω από τα ερείπια.
- ↪ Three workers were buried under the ruins.
- κρύβω, καλύπτω κάτι για να μην φαίνεται
Συγγενικά
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- bury - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 365, 482. ISBN 9780194325684., λήμμα: θάβω, κρύβω