butiko
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | butiko | butikoj |
αιτιατική | butikon | butikojn |
butiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | butiko | butikoj |
αιτιατική | butikon | butikojn |
butiko (eo)