butiko
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | butiko | butikoj |
αιτιατική | butikon | butikojn |
butiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | butiko | butikoj |
αιτιατική | butikon | butikojn |
butiko (eo)