cachou
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cachou | cachous |
cachou (fr) αρσενικό
- χρωστική ουσία, άλλοτε φυτικής προέλευσης, που χρησιμοποιείται στη βαφή του βάμβακα
- εκχύλισμα από το φρούτο της ακακίας της Ασίας· (κατ’ επέκταση) καραμέλα με αυτή τη γεύση
Επίθετο[επεξεργασία]
cachou (fr)
- που είναι χρώματος καφέ-πράσινου όπως το cachou