calorifère

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
calorifère < calori- + -fère

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calorifère calorifères

calorifère (fr) αρσενικό

  1. (παρωχημένο) θερμαντική συσκευή, σόμπα
     συνώνυμα: poêle

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
calorifère calorifères

calorifère (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. θερμαντικός, που θερμαίνει