calorifère
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calorifère | calorifères |
calorifère (fr) αρσενικό
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
calorifère | calorifères |
calorifère (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- θερμαντικός, που θερμαίνει