caminata
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος μετοχής
[επεξεργασία]caminata
- ονομαστική, αφαιρετική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του caminatus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του caminatus