campsite
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
campsite | campsites |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]campsite (en)
- το κάμπιγκ, το κάμπινγκ, τόπος κατασκηνωτών σε ειδικά διαμορφωμένο χώρο
- ⮡ the campsites of Chalkidiki - τα κάμπινγκ της Χαλκιδικής
- ≈ συνώνυμα: campground