campsite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
campsite campsites

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
campsite < camp + site

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

campsite (en)