cappuccino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση

Καπουτσίνος μοναχός
Ιταλικά (it) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cappuccino < cappucc(io) (κουκούλα) + -ino
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cappuccino (πληθυντικός: cappuccini)
- (χριστιανισμός) καπουτσίνος, καθολικός μοναχός του ομώνυμου τάγματος
- (καφέδες) ο καφές espresso με ζεστό γάλα και αφρόγαλα, ο καπουτσίνο
Πορτογαλικά (pt) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cappuccino < ιταλική cappuccino
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cappuccino