catedral
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ισπανικά (es)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
catedral | catedrales |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- catedral < λατινική cathedralis
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]catedral (es)
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- catedral < λατινική cathedralis
Επίθετο
[επεξεργασία]catedral (pt)
- καθεδρικός, που αναφέρεται σε ναό που είναι έδρα επισκόπου
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
catedral | catedrais |
catedral (pt)
Κατηγορίες:
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (ισπανικά)
- Ισπανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (ισπανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ισπανικά)
- Αρχιτεκτονική (ισπανικά)
- Θρησκεία (ισπανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (πορτογαλικά)
- Πορτογαλική γλώσσα
- Επίθετα (πορτογαλικά)
- Ουσιαστικά (πορτογαλικά)
- Αρχιτεκτονική (πορτογαλικά)
- Θρησκεία (πορτογαλικά)