chandelier
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chandelier < γαλλική chandelier < candelabrum < λατινική candela
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chandelier (en)
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chandelier | chandeliers |
chandelier (fr) αρσενικό