chandelier
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chandelier < γαλλική chandelier < candelabrum < λατινική candela
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chandelier (en)
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
chandelier | chandeliers |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]chandelier (fr) αρσενικό