candelabrum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]candelabrum (en) (πληθυντικός: candelabra)
- το κηροπήγιο
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- candelabrum < candela
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]candelabrum