cheat out of

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας cheat out of
γ΄ ενικό ενεστώτα cheats out of
αόριστος cheated out of
παθητική μετοχή cheated out of
ενεργητική μετοχή cheating out of

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
cheat out of < → δείτε τις λέξεις cheat, out και of

cheat out of (en)

  • (αμετάβατο) απατώ, εξαπατώ, κλέβω, αποτρέπω κάποιον από το να έχει κάτι, ειδικά με τρόπο που δεν είναι έντιμος ή δίκαιος
    ⮡  I cheat someone out of their money.
    Απατώ/Εξαπατώ κάποιον και του παίρνω τα λεφτά.
    ⮡  I cheat someone out of their fair share.
    Κλέβω κάποιον στη μοιρασιά.