chemineau

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chemineau < chemin

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
chemineau chemineaux

chemineau (fr) αρσενικό

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]