chemineau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- chemineau < chemin
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chemineau | chemineaux |
chemineau (fr) αρσενικό
- αυτός που γυρίζει στις γειτονιές αλητεύοντας, που ασχολείται με μικροδουλειές ή ζητιανεύει