cheminot
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- cheminot < chemin de fer
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
cheminot | cheminots |
cheminot (fr)
ενικός | πληθυντικός |
cheminot | cheminots |
cheminot (fr)