cheminot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- cheminot < chemin de fer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
cheminot | cheminots |
cheminot (fr)
ενικός | πληθυντικός |
cheminot | cheminots |
cheminot (fr)