chick
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- chick < chicken
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
chick (en)
- κοτοπουλάκι
- (αργκό) όμορφη νεαρή γυναίκα, γκομενάκι