chienne
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
chienne | chiennes |
chienne (fr)
- η σκύλα, θηλυκό του είδους Canis familiaris. Το αρσενικό είναι ο chien.
- (χυδαίο) η τσούλα
- (Βέλγιο) μαλλιά σε είδος φράντζας στο μέτωπο
- (Κεμπέκ) ένδυμα εργασίας συχνά άφλεκτο