chèvre

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
chèvre < (κληρονομημένο) μέση γαλλική chevre

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʃɛvʁ/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
chèvre chèvres

chèvre (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]