Μετάβαση στο περιεχόμενο

circumstance

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
circumstance circumstances

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

circumstance (en)

  1. (συνήθως στον πληθυντικό) η περίσταση, η συνθήκη, η κατάσταση, το περιστατικό, τα γεγονότα που συνδέονται και επηρεάζουν μια κατάσταση, ένα συμβάν ή μια ενέργεια
      Είναι θύμα των περιστάσεων.
    He is a victim of the circumstances.
      under these circumstances - κάτω από αυτές τις συνθήκες
      the political/economic/international circumstances - η πολιτική/οικονομική/διεθνής κατάσταση
      What are the circumstances of the company?
    Ποια είναι η κατάσταση της εταιρείας;
      extenuating circumstances - ελαφρυντικά περιστατικά
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη situation