clap
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]clap (fr) αρσενικό
- η κλακέτα
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
clap | claps |
clap (en)
- το χειροκρότημα, τα παλαμάκια
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | clap |
γ΄ ενικό ενεστώτα | claps |
αόριστος | clapped |
παθητική μετοχή | clapped |
ενεργητική μετοχή | clapping |
clap (en)
- (με for) χειροκροτώ
- χτυπώ παλαμάκια
The teacher clapped her hands, to quiet the children.
- Η καθηγήτρια χτύπησε παλαμάκια, για να ησυχάσει τα παιδιά.