cleft
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cleft (en)
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος cleave