come around

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας come around
γ΄ ενικό ενεστώτα comes around
αόριστος came around
παθητική μετοχή come around
ενεργητική μετοχή coming around

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
come around < → δείτε τις λέξεις come και around

come around (en) (αμετάβατο)

  1. περνάω, κάνω σύντομη επίσκεψη ειδικά στο σπίτι κάποιου
    Come around to see us some day.
    Πέρασε να μας δεις καμιά μέρα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη stop by
  2. συντάσσω, περνάω, αλλάζω στάση ή γνώμη μου
    In the end, he came around to our point of view.
    Τελικά συντάχθηκε με τις απόψεις μας.
    Leave him alone, he will come around to it.
    Παράτα τον, θα του περάσει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη convince

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]