commerce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
commerce | commerces |
commerce (fr) αρσενικό
- το εμπόριο
- το εμπορικό κατάστημα
- η συναναστροφή, σχέση
[επεξεργασία]
- commerce au détail, λιανεμπόριο
- commerce de gros, χονδρικό εμπόριο