commerce

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
commerce commerces

commerce (fr) αρσενικό

  1. το εμπόριο
  2. το εμπορικό κατάστημα
  3. η συναναστροφή, σχέση

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]