εμπορικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εμπορικό | τα | εμπορικά |
γενική | του | εμπορικού | των | εμπορικών |
αιτιατική | το | εμπορικό | τα | εμπορικά |
κλητική | εμπορικό | εμπορικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εμπορικό < εμπορικό κέντρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εμπορικό ουδέτερο
- συντόμευση του εμπορικό κέντρο ή του «εμπορικό κατάστημα»
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εμπορικό
→ δείτε τη λέξη εμπορικό κέντρο |
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
εμπορικό