comunist
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]comunist (ro) αρσενικό
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του comunist
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un comunist | comunistul | nişte comuniști | comuniștii |
γενική | a unui comunist | comunistului | a unor comuniști | comuniștilor |
δοτική | a unui comunist | comunistului | a unor comuniști | comuniștilor |
αιτιατική | un comunist | comunistul | nişte comuniști | comuniștii |
κλητική | — | - | — | - |