concevoir
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /kɔ̃.sə.vwaʁ/
- ⓘ
Ρήμα[επεξεργασία]
concevoir (fr)
- οραματίζομαι, σχεδιάζω, εκπονώ
- μένω έγκυος