concierge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concierge (en)
- (επάγγελμα) υπάλληλος ενός ξενοδοχείου που φροντίζει να εξυπηρετήσει τους πελάτες, πχ να τους κλείσει εισιτήρια ή εστιατόριο
- (επάγγελμα) θυρωρός μιας πολυκατοικίας
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
concierge | concierges |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]concierge (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (επάγγελμα) ο θυρωρός, η θυρωρίνα
- (μεταφορικά) ο κουτσομπόλης