conduit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
conduit conduits

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

conduit (fr) αρσενικό

  1. o σωλήνας ή o αγωγός,το κιούγκι
  2. (μεταφορικά) το μέσο μέσω του οποίου μεταδίδεται κάτι

Συγγενικά[επεξεργασία]

  • → δείτε τη λέξη conduire