conqueror

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
conqueror conquerors

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

conqueror (en) for (θηλυκό conqueress)

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη conquer