contestataire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
contestataire contestataires

contestataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διαμαρτυρόμενος
  2. αμφισβητίας
  3. διαφωνών
  4. αντιφρονών

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
contestataire contestataires

contestataire (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. ο διαμαρτυρόμενος
  2. o /η αμφισβητίας
  3. o διαφωνών
  4. o αντιφρονώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]