διαφωνών
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διαφωνών & διαφωνούντας |
η | διαφωνούσα | το | διαφωνούν |
γενική | του | διαφωνούντος & διαφωνούντα |
της | διαφωνούσας & διαφωνούσης* |
του | διαφωνούντος |
αιτιατική | τον | διαφωνούντα | τη | διαφωνούσα | το | διαφωνούν |
κλητική | διαφωνών & διαφωνούντα |
διαφωνούσα | διαφωνούν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διαφωνούντες | οι | διαφωνούσες | τα | διαφωνούντα |
γενική | των | διαφωνούντων | των | διαφωνουσών | των | διαφωνούντων |
αιτιατική | τους | διαφωνούντες | τις | διαφωνούσες | τα | διαφωνούντα |
κλητική | διαφωνούντες | διαφωνούσες | διαφωνούντα | |||
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «μειοψηφών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διαφωνών, -ούσα, -ούν αρσενικό
- αυτός που διαφωνεί
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διαφωνών
|