cost of living

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
cost of living costs of living

Ετυμολογία [επεξεργασία]

cost of living < → δείτε τις λέξεις cost, of και living

Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]

cost of living (en)

  • το κόστος ζωής, το κόστος των υλικών μέσων που χρειάζεται κάποιος για να ζήσει
    The cost of living is rising.
    Το κόστος ζωής ακριβαίνει.

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]