couché
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης
:
couche
Γαλλικά
(fr)
[
επεξεργασία
]
γένος
ενικός
πληθυντικός
αρσενικό
couché
couchés
θηλυκό
couchée
couchées
Επίθετο
[
επεξεργασία
]
couché
(fr)
ξαπλωμένος
(
κατ’ επέκταση
)
κοιμισμένος
Κατηγορίες
:
Γαλλική γλώσσα
Επίθετα (γαλλικά)
Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Αναζήτηση
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Άλλες γλώσσες
Български
Čeština
English
Suomi
Français
Magyar
Italiano
한국어
Limburgs
Malagasy
Polski
Português
Română
Sängö
Svenska
Tiếng Việt
中文