coughing

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

coughing (en) (μη μετρήσιμο)

  • ο βήχας, η ενέργεια ή ο ήχος του να βήχω
    Coughing is a typical symptom of the whooping cough.
    Ο βήχας είναι τυπικό σύμπτωμα του κοκίτη.

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

coughing (en)

Πηγές[επεξεργασία]