coughing
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
- ο βήχας, η ενέργεια ή ο ήχος του να βήχω
- ↪ Coughing is a typical symptom of the whooping cough.
- Ο βήχας είναι τυπικό σύμπτωμα του κοκίτη.
- ↪ Coughing is a typical symptom of the whooping cough.
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
coughing (en)