counterfeit
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]counterfeit (en) (χωρίς παραθετικά)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
counterfeit | counterfeits |
counterfeit (en)
counterfeit (en) (χωρίς παραθετικά)
ενικός | πληθυντικός |
counterfeit | counterfeits |
counterfeit (en)