counterfeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]counterfeit (en) (χωρίς παραθετικά)
- πλαστός, κίβδηλος
- ↪ Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
- Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.
- ↪ Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
counterfeit | counterfeits |
counterfeit (en)
- (επίσημο) η απομίμηση
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.
- Προσέχετε τις απομιμήσεις που κυκλοφορούν με μικρή παραλλαγή του ονόματος κάποιας γνωστής φίρμας.
- ↪ Beware of counterfeits which are on the market with a slight variation of some well-known firm’s brand.