courtois
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courtois | courtois |
θηλυκό | courtoise | courtoises |
Προφορά
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]courtois (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | courtois | courtois |
θηλυκό | courtoise | courtoises |
courtois (fr)