ιπποτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ιπποτικός < ιππότης + -ικός < αρχαία ελληνική ἱππότης < ἵππος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu- (γρήγορος) (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική chevalier)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /i.po.tiˈkos/
Επίθετο[επεξεργασία]
ιπποτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με τους ιππότες, αναφέρεται ή ανήκει σ’ αυτούς
- (μεταφορικά) ευγενικός, περιποιητικός
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ιπποτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)