ἵππος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc) [επεξεργασία]
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἵππος | ἵππω | ἵπποι |
Γενική | ἵππου | ἵπποιν | ἵππων |
Δοτική | ἵππῳ | ἵπποιν | ἵπποις |
Αιτιατική | ἵππον | ἵππω | ἵππους |
Κλητική | ἵππε | ἵππω | ἵπποι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἵππος < πρωτοελληνική *íkkʷos < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₁éḱwos < *h₁oh₁ḱu (ταχύς, ὠκύς)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ἵππος αρσενικό ή θηλυκό