covetous
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]μεσοαγγλικά: covetous < παλαιογαλλικά: coveitous < λατινικά: cupiditas (βλ. cupidity)
Προφορά
[επεξεργασία]/ˈkʌvɪtəs/
Επίθετο
[επεξεργασία]covetous
Συνώνυμα
[επεξεργασία]ζηλιάρης, που ποθεί ξένα αγαθά
[επεξεργασία]---