crime scene
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
crime scene | crime scenes |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
crime scene (en)
- η σκηνή του εγκλήματος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- crime scene στην αγγλική Βικιπαίδεια