cuptor
Εμφάνιση
Ρουμανικά (ro)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]cuptor (ro) αρσενικό
- ο κλίβανος
Κλίση
[επεξεργασία] κλίση του cuptor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un cuptor | cuptorul | nişte cuptori | cuptorii |
γενική | a unui cuptor | cuptorului | a unor cuptori | cuptorilor |
δοτική | unui cuptor | cuptorului | unor cuptori | cuptorilor |
αιτιατική | un cuptor | cuptorul | nişte cuptori | cuptorii |
κλητική | — | - | — | - |