cuptor
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ρουμανικά (ro)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cuptor (ro) αρσενικό
- ο κλίβανος
Κλίση[επεξεργασία]
κλίση του cuptor
ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | αόριστη άρθρωση | οριστική άρθρωση | |
ονομαστική | un cuptor | cuptorul | nişte cuptori | cuptorii |
γενική | a unui cuptor | cuptorului | a unor cuptori | cuptorilor |
δοτική | unui cuptor | cuptorului | unor cuptori | cuptorilor |
αιτιατική | un cuptor | cuptorul | nişte cuptori | cuptorii |
κλητική | — | - | — | - |